διαβολή

διαβολή
1) kalumnia (f) rzecz.
2) oszczerstwo (n) rzecz.
3) potwarz (f) rzecz.

Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαβολῇ — διαβολή false accusation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολή — false accusation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολή — η (AM διαβολή) συκοφαντία, ψευδής κατηγορία αρχ. 1. έριδα, αποστροφή, εχθρότητα 2. δόλος, εξαπάτηση 3. κατηγορία …   Dictionary of Greek

  • διαβολή — η ψεύτικη και προσβλητική κατηγόρια, η συκοφαντία, η δυσφήμηση: Προσπαθεί να πάρει τη θέση μειώνοντας τους συναδέλφους του με διαβολές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβολῆι — διαβολῇ , διαβολή false accusation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολαῖς — διαβολή false accusation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολαῖσι — διαβολή false accusation fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολαί — διαβολή false accusation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολῆς — διαβολή false accusation fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολήν — διαβολή false accusation fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολῶν — διαβολή false accusation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”